Ο σύγχρονος άνθρωπος, εσκεμμένα ή υποσυνείδητα, δελεάζεται από τη Νεστοριανή ακρότητα - ο σύγχρονος άνθρωπος δεν παίρνει στα σοβαρά την Ενσάρκωση, δεν τολμά να πιστέψει οτι ο Χριστός είναι ένα Θείο Πρόσωπο, θέλει να έχει έναν ανθρώπινο λυτρωτή, έναν λυτρωτή που βοηθείται (απλώς) από το Θεό. Ο σύγχρονος άνθρωπος ενδιαφέρεται περισσότερο για την ανθρώπινη ψυχολογία του Λυτρωτή παρά για το μυστήριο της Θεϊκής αγάπης, ακριβώς γιατί, τελικά, πιστεύει αισιόδοξα στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Από την πλευρά της άλλης ακρότητας έχουμε στην εποχή μας μια αναβίωση των «Μονοφυσιτικών» τάσεων στη θεολογία και τη θρησκεία - ο άνθρωπος περιορίζεται σε πλήρη παθητικότητα και αφήνεται μόνο στο να ακούει και να ελπίζει. Η παρούσα ένταση ανάμεσα στον «φιλελευθερισμό» και τη «νεο-ορθοδοξία» είναι στην πραγματικότητα η επαναδραστηριοποίηση του παλιού Χριστολογικού αγώνα, αν και σ' ένα καινούριο υπαρξιακό επίπεδο και με μια καινούρια πνευματική εμφάνιση. Αν δεν αποκτηθεί μια ευρύτερη θεώρηση, η σύγκρουση ποτέ δεν θα κοπάσει ή λυθεί. Στην πρώτη Εκκλησία το κήρυγμα ήταν εμφαντικά θεολογικό. Η ίδια η Καινή Διαθήκη είναι ένα θεολογικό βιβλίο. Η άρνηση της θεολογίας, της θεολογίας του Θεανθρώπου, ευθύνεται και για το μαρασμό της προσωπικής θρησκείας και για εκείνο το αίσθημα αποτυχίας και καταθλιψης που κυριαρχεί στη διάθεση του σύγχρονου ανθρώπου. Η μόνη έλξη των «αντίπαλων ευαγγελίων» στην εποχή μας είναι οτι αυτά προσφέρουν ένα είδος ψευτο-θεολογίας, ένα σύστημα ψευτο-δογμάτων. Αυτά γίνονται ευχαρίστως δεκτά από εκείνους που δεν μπορούν να βρούν καμιά θεολογία στον
μειωμένο Χριστιανισμό του «σύγχρονου» τύπου, από εκείνους που έχουν αποκοπεί από την οργανική Χριστολογία της Καινής Διαθήκης, των όρων των Συνόδων, και του έργου των Ανατολικών και Βυζαντινών Πατέρων.
μειωμένο Χριστιανισμό του «σύγχρονου» τύπου, από εκείνους που έχουν αποκοπεί από την οργανική Χριστολογία της Καινής Διαθήκης, των όρων των Συνόδων, και του έργου των Ανατολικών και Βυζαντινών Πατέρων.